Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δειναὶ π

См. также в других словарях:

  • δειναί — δεινός fearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινᾶι — δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινᾷ , δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIRAE — I. DIRAE Aethiopiae sub Aegypto urbs in Nili ripa. Plin. l. 6. c. 29. II. DIRAE quasi Deorem irae, Acherontis et Noctis filiae, animorum sibi male consciorum exagitatrices. Virgil. l. 4. Aeneid. v. 473. Cum fugit, ultricesque sedent in limine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θαμβήτειρα — θαμβήτειρα, ἡ (Α) [θαμβώ] αυτή που προκαλεί δέος («Ἐρινύες δειναί, θαμβήτειραι», Ορφ.) …   Dictionary of Greek

  • θεά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

  • παραβλαστάνω — Α 1. βλαστάνω δίπλα σε κάτι άλλο, βλαστάνω σε συμμετρική αναλογία με κάτι άλλο («τὸ βλέφαρον τὸ ἕτερον παρά τὸ ἕτερον παραβλαστάνει», Ιπποκρ.) 2. βλαστάνω στο πλάι 3. μτφ. α) βγάζω παρακλάδια, βγάζω παραφυάδες β) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κοντά… …   Dictionary of Greek

  • πυρρίχη — ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α ο πυρρίχιος χορός αρχ. 1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» παράδοξες συστροφές τού σώματος 2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. πύρριχος*. Ο τ. πυρίχη είναι …   Dictionary of Greek

  • δείν' — δεινά , δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) δεινέ , δεινός fearful masc voc sg δειναί , δεινός fearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АКАКИЙ ХАЛКЕОПУЛОС — [греч. ̓Ακάκιος Χαλκεόπουλος] (2 я пол. XV нач. XVI в., о в Крит), выдающийся греч. дидаскал псалтического искусства. Автор теоретического трактата о визант. музыке «Точное изложение музыки» (Τά τῆς Μουσικῆς ̓Ακριβολογήματα, ркп. Athen. Nat. Bibl …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»